λιώνω

λιώνω
έλιωσα, λιωμένος
1. μτβ., μεταβάλλω ένα στερεό σε υγρό, ρευστοποιώ, πολτοποιώ: Έβαλα στη σάλτσα λιωμένο σκόρδο.
2. αμτβ., εξαντλούμαι, κουράζομαι: Έλιωσα από τη ζέστη.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • λιώνω — λιώνω, έλιωσα, λιωμένος βλ. πίν. 1 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • λιώνω — βλ. λειώνω* …   Dictionary of Greek

  • φθείρω — έφθειρα, φθάρθηκα και φθάρηκα, φθαρμένος 1. καταστρέφω λίγο λίγο, βλάπτω, προξενώ φθορά (βλάβη, ζημιά), τρίβω, λιώνω, χαλώ: Με το πολύ κάπνισμα φθείρει την υγεία του. 2. κάνω κάτι να χαλάσει ή να τριφτεί με την αδιάκοπη ή κακή χρήση, χαλνώ:… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λειώνω — και λειώ (AM λειῶ, όω, Μ και λειώνω) 1. κάνω κάτι λείο, ομαλό, λειαίνω 2. μεταβάλλω κάτι σε σκόνη, κονιοποιώ, λειοτριβώ, μεταβάλλω κάτι στερεό σε παχύρρευστη ή άμορφη μάζα, χυλοποιώ, πολτοποιώ νεοελλ. φρ. «λειώνω κάποιον στο ξύλο» δέρνω κάποιον… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… …   Dictionary of Greek

  • αναχωνεύω — ευσα, εύτηκα, εμένος, λιώνω μέταλλα, ανασυνθέτω: Για να αναχωνευτούν τα μέταλλα απαιτούνται υψηλές θερμοκρασίες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διαλύω — και διαλύνω διέλυσα, διαλύθηκα, διαλυμένος 1. αποσυνθέτω, αποσυνδέω, χωρίζω ένα σύνολο στα μέλη του: Ο μηχανικός διέλυσε τη μηχανή του αυτοκινήτου μου. 2. προκαλώ τη διάλυση στερεού σώματος σε υγρό, λιώνω: Για να κάνεις άλμη, χρειάζεται να… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καμινεύω — καμίνευσα, καμινεύτηκα, καμινευμένος, λιώνω μετάλλευμα στο καμίνι, ανθρακοποιώ ξύλα, ασβεστοποιώ πέτρες: Καμινεύει μέταλλα από το πρωί ως το βράδυ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καταντώ — και καταντάω και κατανταίνω κατάντησα, καταντημένος 1. φτάνω σε κάποιο σημείο, καταλήγω κάπου, περιέρχομαι σε άθλια κατάσταση: Από πλούσιος κατάντησε φτωχός. 2. κάνω κάποιον να καταλήξει κάπου, τον φέρνω σε άθλια κατάσταση: Για ιδές πώς με… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μαραζιάζω — μαράζιασα, μαραζιασμένος 1. μτβ., μαραίνω, προκαλώ μαρασμό: Η ξενιτιά τον μαράζιασε. 2. αμτβ., μαραίνομαι, λιώνω: Μαράζιασα από νοσταλγία για την πατρίδα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”